Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τὸ τυχόν

См. также в других словарях:

  • τυχόν — ΝΜΑ επίρρ. κατά τύχη, ίσως (α. «αν τυχόν έλθεις, φέρε μου το βιβλίο» β. «σύν τε δύο σκεπτομένῳ τυχὸν εὑρήσομεν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ουδ. μτχ. αορ. β τυχών, οῦσα, όν τού ρ. τυγχάνω*] …   Dictionary of Greek

  • τυχόν — επίρρ. τροπ., ίσως, κατά τύχη: Αν τυχόν μ ακούσεις, δε θα χάσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τυχόν — τυγχάνω happen to be at aor part act masc voc sg τυγχάνω happen to be at aor part act neut nom/voc/acc sg τυχόν indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύχον — τύχος instrument for working stone masc acc sg τυγχάνω happen to be at aor ind act 3rd pl (epic ionic) τυγχάνω happen to be at aor ind act 1st sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραβολή — Διδακτικό αλληγορικό είδος της λογοτεχνίας, που με βάση τα γενικότερα χαρακτηριστικά του συγγενεύει με το παραμύθι. Από την άποψη του περιεχομένου, η π. διακρίνεται από την έλξη της προς το βάθος της θρησκευτικής και ηθικής σοφίας. Σε παλαιότερες …   Dictionary of Greek

  • διοίκηση — Κάθε δραστηριότητα που αναπτύσσουν τα άτομα και οι διάφοροι δημόσιοι ή ιδιωτικοί οργανισμοί για τη συστηματική και συνεπή διεύθυνση και διαχείριση των υποθέσεών τους. Ωστόσο, σήμερα o όρος τείνει να χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά για τις… …   Dictionary of Greek

  • μίσθωση — Όρος που στο ελληνικό δίκαιο δηλώνει τρία διαφορετικά είδη συμβάσεων, τη μ. εργασίας, τη μ. πράγματος και τη μ. έργου, που αποτελούσαν αρχικά, υπό τη ρωμαϊκή locatio conductio, ενιαίο τύπο σύμβασης. Η μ. εργασίας αποτελεί τη σύγχρονη διαμόρφωση… …   Dictionary of Greek

  • τυχαίνει — τυχαίνει, έτυχε (ως προσ. ή απρόσ.) τυχαίνουν, έτυχαν (ως προσ.) βλ. πίν. 148 Σημειώσεις: τυχαίνει : η λόγια μτχ. αορίστου έχει επιβιώσει ως επίρρημα (τυχόν, αν τυχόν, μη τυχόν κτλ. → ίσως, κατά τύχη) ή σε εκφρ. όπως: ο πρώτος τυχών → ο καθένας,… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • ανάλυση — Η διάλυση μιας σύνθετης ουσίας στα συστατικά της· το λιώσιμο μιας ουσίας· η διαίρεση του λόγουσε στοιχεία και η εύρεση της μεταξύ τους σχέσης· λεπτομερειακή έκθεση των στοιχείων μιας θεωρίας ή ενός φιλοσοφικού συστήματος· η μελέτη των στοιχείων… …   Dictionary of Greek

  • νερό — Χημική ένωση με τύπο Η2Ο. Υπάρχει στη φύση σε μεγάλες ποσότητες, σε υγρή, στερεή και αέρια κατάσταση. Κάθε μόριό του αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου Στην αρχαία ελληνική και στην καθαρεύουσα λέγεται ύδωρ. Το ν. είναι βασικός …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»